- αλλόπιστος
- -η, -ο (Μ ἀλλόπιστος, -ον)αυτός που έχει άλλη πίστη, που ανήκει σε άλλο θρήσκευμα, ο αλλόθρησκοςνεοελλ.αυτός που πράττει αντίθετα στην πίστη του, ο ασυνείδητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο-* + πιστός.ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοπιστώ].
Dictionary of Greek. 2013.